- ἐκλείψεων
- ἐκλείψεω̆ν , ἔκλειψιςabandonmentfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωριαία σήματα — Σήματα για τη μετάδοση της ακριβούς ώρας, ιδιαίτερα στους ναυτικούς και τους γεωδαίτες καθώς και στα επιστημονικά κέντρα και γενικά σε αυτούς που έχουν ανάγκη του ακριβούς χρόνου. Εκπέμπονται κάθε μία ώρα ή σε ορισμένες ώρες της ημέρας και της… … Dictionary of Greek
Hipparque (astronome) — Pour les articles homonymes, voir Hipparque. Hipparque Naissance 190 Nicée … Wikipédia en Français
Hipparque de Nicée — Hipparque (astronome) Pour les articles homonymes, voir Hipparque. Hipparque Naissance … Wikipédia en Français
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
σάρος — Μικρό νησί στο Καρπάθιο πέλαγος. Ονομάζεται και Σαρία ή Σαριά. Το νησί, που ήταν κατοικημένο στα αρχαία χρόνια, ανήκε τον 5o αι. π.Χ. στην ομοσπονδία της Αθήνας. * * * ο, ΝΑ, και σαρός και σαιρός Α νεοελλ. αστρον. περίοδος 18 ετών και 11, 3… … Dictionary of Greek
στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… … Dictionary of Greek
συνδεσμικός — ή, όν, ΝΑ [σύνδεσμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σύνδεσμο, ο συνδετικός νεοελλ. φρ. «συνδεσμική περίοδος» ή «συνδεσμικός μήνας» αστρον. το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις τής Σελήνης από τον ίδιο δεσμό,… … Dictionary of Greek
Αγανίκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της Θεσσαλίας Ηγήτορα. Λεγόταν και Αγλαονίκη. Σύμφωνα με την παράδοση, η Α. ανακάλυψε τα αίτια των εκλείψεων και τον τρόπο υπολογισμού της διάρκειάς τους. Τις ανακαλύψεις της αυτές όμως τις ανακάτεψε με… … Dictionary of Greek
διπλοί αστέρες — (Αστρον.). Οι αστέρες που, ενώ όταν παρατηρούνται με γυμνό μάτι φαίνονται απλοί, με τη χρήση τηλεσκοπίου ή άλλης μεθόδου αποκαλύπτεται ότι αποτελούν ομάδα από δύο ή τρία ουράνια σώματα. Αυτό συμβαίνει επειδή βρίσκονται περίπου στην ίδια οπτική… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek